ἐντριβές

ἐντριβές
ἐντριβής
proved by rubbing
masc/fem voc sg
ἐντριβής
proved by rubbing
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αποτρίβω — (Α ἀποτρίβω) 1. καταστρέφω, αφανίζω με την τριβή 2. καθαρίζω τρίβοντας νεοελλ. 1. τελειώνω το τρίψιμο 2. κάνω εντριβές 3. (για φυτά) ρίχνω τα άνθη αρχ. Ι. εξαλείφω, εξαφανίζω II. ( ομαι) 1. απαλλάσσομαι, ξεφορτώνομαι 2. αποκρούω, δεν δέχομαι …   Dictionary of Greek

  • δαφνέλαιο — Λιπαρή ουσία που εξάγεται κατά την έκθλιψη των νωπών καρπών της δάφνης της ευγενούς.Είναι υγρό με κιτρινοπράσινο χρώμα, ευχάριστη οσμή και πικρή γεύση. Έχει ειδικό βάρος 0,932 0,953 gr/cm3, σημείο τήξης περίπου 36° και πήζει στους 24°C. Το δ.… …   Dictionary of Greek

  • ιατραλείπτης — ἰατραλείπτης, ὁ (Α) γιατρός που θεραπεύει με αλοιφές και εντριβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + αλείπτης (< αλείφω)] …   Dictionary of Greek

  • κρυοπληξία — Παθολογική κατάσταση, κατά την οποία η εσωτερική θερμοκρασία του οργανισμού κατεβαίνει κάτω από τους 34°C. Τα περισσότερα ζώα ανέχονται εσωτερική θερμοκρασία 18 20°C· τα μαστοφόρα έχουν ένα όριο ανοχής που φτάνει μέχρι τους 20 22°C. Στον άνθρωπο… …   Dictionary of Greek

  • μασάζ — Το σύνολο των θεραπευτικών χειρισμών που εκτελούνται στην επιφάνεια του ανθρώπινου σώματος, με το χέρι ή με μηχανικά μέσα. Το μ. δεν πρέπει να συγχέεται με την οργανοθεραπεία ή με την ιατρική γυμναστική, παρότι πρακτικά αυτές οι μορφές θεραπείας… …   Dictionary of Greek

  • οσφυαλγία — (Ιατρ.). Επώδυνο σύνδρομο της οσφυϊκής χώρας. Ο πόνος μπορεί να παρουσιαστεί κατά τρόπο βίαιο και να εμποδίζει τις κινήσεις κάμψης και στροφής του κορμού. Μπορεί να οφείλεται σε παθήσεις των μυών, του νεφρού, σε δισκοπάθεια, σε βλάβες των… …   Dictionary of Greek

  • προσανατρίβω — Α 1. τρίβω κάτι με κάτι άλλο ή πάνω σε κάτι άλλο 2. τρίβω κάτι επί πλέον 3. κάνω επιπρόσθετες εντριβές 4. μέσ. προσανατρίβομαι α) εξασκούμαι επί πλέον σε κάτι β) μτφ. οξύνω τη σκέψη μου συζητώντας με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνατρίβω… …   Dictionary of Greek

  • σπικάτα — τὰ, Α (ενν. χρίσματα) εντριβές με βαλσαμέλαιο από νάρδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. spicatus «σταχυοφόρος»] …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • φιοραβάντι — το, Ν άκλ. (κυρίως σε φρ.) «οινοπνευματώδες παρασκεύασμα φιοραβάντι» (παλαιότερα) οινοπνευματώδες παρασκεύασμα από μίγμα ρητίνης, δαφνοκερασιού, στύρακος και αλόης, που χρησιμοποιήθηκε για εντριβές στην αγωγή τών ρευματισμών και τών νεφρικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”